- Μηλίς
- (I)Μηλίς, ἡ (Α)βλ. μηλιακός και Μηλιεύς.————————(II)Μηλίς, -ίδος (Α)νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. -ίς (πρβλ. Δαυλ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλίς — μηλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς) κίτρινο χρώμα, ώχρα αρχ. 1. το δέντρο μηλιά 2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» οι κυδωνιές 3. ονομασία μιας ασθένειας τού όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).… … Dictionary of Greek
Μηλίς — fem nom sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίδα — Μηλίς fem acc sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίδα — μηλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίδας — Μηλίς fem acc pl Μηλιεύς inhabitant of Malis fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίδας — μηλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίδες — Μηλίς fem nom/voc pl Μηλιεύς inhabitant of Malis fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίδες — μηλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίδος — Μηλίς fem gen sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)